Γύφτοι

Γύφτοι
Φυλή που η παρουσία της μνημονεύεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις αρχές του 15ου αι., αλλά για την προέλευσή της δεν υπάρχει ομοφωνία. Οι ερευνητές Παπαρρηγόπουλος και Καρολίδης ισχυρίζονταν ότι κατάγονται από Αιγυπτίους, άποψη που γίνεται αποδεκτή από μεγάλο αριθμό συναδέλφων τους. Ένα άλλο θέμα, στο οποίο επίσης δεν υπάρχει σύμπτωση απόψεων, είναι η σχέση Γ. και Τσιγγάνων· άλλοι τους ταυτίζουν και άλλοι τους θεωρούν διαφορετικές φυλές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αθίγγανος — ο (Μ Ἀθίγγανος) νεοελλ. αυτός που ανήκει στη φυλή τών Τσιγγάνων μσν. (κατά το Ετυμολογικόν Μέγα, «ἀθίγγανος, ὁ μὴ θέλων τινί προσεγγίσαι» ο πληθ. ως ουσ. οἱ Ἀθίγγανοι προσωνυμία και τών αιρετικών Μελχισεδεκιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θιγγάνω… …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • Roma people — Infobox Ethnic group group = Roma image caption = Khamoro Roma Festival Prague 2007 flag caption = Flag of the Roma people pop = 15 million or more region1 = flagcountry|IND pop1 = 5,794,000 ref1 = lower| [cite… …   Wikipedia

  • Names of the Romani people — Distribution of the Romani people in Europe based on self designation. The Romani people are also known by a variety of other names, in English as Roma and Gypsies, in Greek as γύφτοι. In Central and Eastern Europe as Tsigani (and variants), in… …   Wikipedia

  • Romani people — For other uses, see Romani (disambiguation). Romani people Rromane dźene Romani flag created in 1933 a …   Wikipedia

  • Черенков, Лев Николаевич — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Черенков. Лев Николаевич Черенков Дата рождения: 3 июня 1936(1936 06 03) (76 лет) Страна …   Википедия

  • αρρίζωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει βγάλει ρίζες 2. εκείνος που δεν έχει ριζώσει, δεν έχει στεριώσει κάπου («Κ ήρθαν οι γύφτοι που ξεπέσαν / κι αρρίζωτοι ψευτορριζώσαν», Κ. Παλαμάς) …   Dictionary of Greek

  • γυφτίζω — και γυφτιάζω 1. μοιάζω με γύφτο, φέρομαι όπως οι γύφτοι 2. είμαι βρόμικος 3. είμαι μικροπρεπής ή τσιγγούνης …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • σειριά — και συριά, η, Ν [σειρά] 1. γένος, γενιά 2. παροιμ. φρ. «όλοι οι γύφτοι μια σειριά» δηλώνει ότι όλοι οι φαύλοι είναι όμοιοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”